Η Θέση
Χωροχρονικό Πλαίσιο
Η θέση Βρανάς βρίσκεται στο ΝΔ άκρο της πεδιάδας του Μαραθώνα (Εικ. 1α), στις βορινές υπώρειες του λόφου Αγριλίκι που αποτελεί τμήμα του όρους Πεντέλη. Το χαμηλό ύψωμα όπου κτίστηκαν οι ταφικοί τύμβοι περιτρέχει από Βορρά ο χείμαρρος Σκόρπιο Ποτάμι η κοίτη του οποίου φαίνεται ότι δεν ήταν ποτέ σταθερή (Εικ. 1β). Από τα προϊστορικά χρόνια οι συχνές πλημμύρες του γονιμοποιούσαν την πεδιάδα αλλά ταυτόχρονα προκαλούσαν διαβρώσεις των εδαφών.
Το νεκροταφείο τύμβων που ανασκάφηκε στο Βρανά αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου αρχαιολογικού τοπίου της Εποχής του Χαλκού (3000-1100 π.Χ.) με πολύ σημαντικές θέσεις, όπως το μεγάλο και καλά οργανωμένο νεκροταφείο στο Τσέπι χρονολογούμενο από το τέλος της Τελικής Νεολιθικής έως τις αρχές της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου (περίπου 3500-2700 π.Χ.), ο εντυπωσιακός Μυκηναϊκός θολωτός τάφος στον Αρνό χρονολογούμενος γύρω στο 1400 π.Χ., και ο παραλιακός οικισμός στο Πλάσι, στο μέσον περίπου της παραλίας του Μαραθώνα. Ο σημαντικός αυτός οικισμός, που ανασκάπτεται σήμερα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, κατοικήθηκε σε όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού αλλά τα σημαντικότερα κτήρια («μέγαρα») χρονολογούνται στη Μέση Χαλκοκρατία (2000-1700 π.Χ.).
Η μεγάλη ανάπτυξη της περιοχής σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού οφείλεται αφενός στα εύφορα εδάφη της, και αφετέρου στο κομβικό σημείο του Μαραθώνα στο θαλάσσιο εμπορικό δρόμο που συνδέει τις Κυκλάδες και την Αίγινα με τον Ευβοϊκό κόλπο, καθώς και στη σύνδεση του δρόμου αυτού με το λεκανοπέδιο της Αθήνας (Εικ. 2). Ο Βρανάς, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα, είχε επίσης από την αρχή της Μέσης Εποχής του Χαλκού επικοινωνία με τα ανατολικά παράλια της Αττικής, καθώς και τη ΒΑ Αττική (Αφίδνες) και τη Βοιωτία στα ΒΔ.
Η Έρευνα
Το Ιστορικό
Ο καθηγητής Σπ. Μαρινάτος ανέσκαψε στο Βρανά, το 1970, τέσσερις ταφικούς τύμβους (I-IV) που περιβάλλονταν από καλοκτισμένους κυκλικούς περιβόλους (Εικ. 3). Σύμφωνα με τον ανασκαφέα εντοπίστηκαν στον ίδιο χώρο ακόμη τρεις τύμβοι (V-VII), οι οποίοι δεν ανασκάφησαν. Την εποπτεία της ανασκαφής ανέλαβε ο τότε επιμελητής αρχαιοτήτων Αττικής, καθηγητής Π. Θέμελης (Εικ. 4). Οι περισσότερες ανασκαφικές φωτογραφίες, οι οποίες ανήκουν σήμερα στο φωτογραφικό αρχείο της κ. Παντελίδου Γκόφα, έγιναν από τον ίδιο τον Σπ. Μαρινάτο. Ορισμένες όμως από αυτές έχουν φιλοτεχνηθεί από το διάσημο φωτογράφο Σπύρο Μελετζή (Εικ. 5), γνωστό ως «φωτογράφο της Αντίστασης» επειδή στο πόλεμο του 1940 φωτογράφισε αντάρτες σε βουνά της Ελλάδας. Να σημειωθεί, επίσης, ότι πριν από την έναρξη των ανασκαφών στο Βρανά υπήρχε οικισμός Σαρακατσάνων με αχυροκαλύβες και κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις που απομακρύνθηκαν σταδιακά.
Οι μνημειώδεις τύμβοι Βρανά αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ταφικά σύνολα στην Αττική αλλά και στον ελλαδικό χώρο γενικότερα κατά τη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού, κυρίως λόγω της καλής διατήρησής τους και της μεγάλης διάρκειας χρήσης τους, η οποία καλύπτει ολόκληρη σχεδόν τη 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή περίπου από το 2000 έως το 1100 π.Χ. Δυστυχώς, ο ανασκαφέας δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη μελέτη του νεκροταφείου. Ετσι, οι προϊστορικοί τύμβοι Βρανά παρέμεναν έως πρόσφατα γνωστοί στη βιβλιογραφία μέσω προκαταρκτικών ανασκαφικών αναφορών.
Το Νέο Πρόγραμμα
Το 2014, ξεκίνησε ένα νέο 5νταετές πρόγραμμα μελέτης των τύμβων Βρανά, υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με βασικό στόχο τη λεπτομερή μελέτη και τελική δημοσίευση των ευρημάτων της ανασκαφής Μαρινάτου. Τη διεύθυνση του προγράμματος ανέλαβε η Ομότιμη Καθηγήτρια του Παν/μίου Αθηνών και Μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, κ. Μ. Παντελίδου Γκόφα, σε συνεργασία με τους αρχαιολόγους G. Touchais, Α. Φίλιππα-Touchais, και Ν. Παπαδημητρίου. Εξειδικευμένοι ερευνητές ανέλαβαν την εκπόνηση μελετών επί ειδικών θεμάτων (π.χ. ανθρώπινο και ζωικό οστεολογικό υλικό, τεχνολογία κεραμικής, υφαντικά εργαλεία, λίθινα εργαλεία, κλπ.), καθώς και εργαστηριακών αναλύσεων (οστών, κεραμικής, μεταλλικών αντικειμένων).
Στο πλαίσιο του νέου προγράμματος πραγματοποιήθηκε λεπτομερής αρχιτεκτονική αποτύπωση των μνημείων με μέθοδο τρισδιάστατης ψηφιακής σάρωσης (Εικ. 6), από τους αρχιτέκτονες Ν. Μιχαηλίδη και Δ. Μπάρτζη. Επίσης πραγματοποιήθηκε γεωφυσική διασκόπηση στα ίδια τα ταφικά μνημεία και στον περιβάλλοντα αρχαιολογικό χώρο (2016) από το Εργαστήριο Γεωφυσικής Δορυφορικής Τηλεπισκόπισης και Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (Ι.Τ.Ε.), υπό τη διεύθυνση του Δρ Α. Σαρρή (Εικ. 7).
Τα Μνημεία
Οι Τύμβοι και τα Ευρήματά τους
Οι Τύμβοι Ι και ΙΙ διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση (σήμερα εντός σύγχρονου στεγάστρου). Εχουν όμοια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά (Εικ. 8), δηλαδή ανάλογο μέγεθος (διάμετρο περίπου 17μ), προσανατολισμό, και κυρίως τρόπο κατασκευής: για το κτίσιμο των τάφων και των περιβόλων έχουν χρησιμοποιηθεί πλακαροί λίθοι (Εικ. 9, 11), ενώ για το γέμισμα των τύμβων ποταμίσια βότσαλα (Εικ. 9). Ο Τύμβος ΙΙΙ, μολονότι έχει κτιστεί με ανάλογο τρόπο, είναι αρκετά μικρότερος (διάμ. περίπου 7,40μ) και πολύ κατεστραμμένος (Εικ. 8), ενώ ο Τύμβος IV παρουσιάζει επίσης αναλογίες με τους Ι και ΙΙ, αλλά σήμερα είναι καλυμμένος με χώμα. Όλοι οι τύμβοι περιλαμβάνουν μεγάλους, κτιστούς τάφους που στεγάζονταν με μεγάλες πλάκες.
Τύμβος Ι
Ο Τύμβος Ι διαθέτει δύο περιβόλους που δεν είναι σύγχρονοι (Εικ. 9). Ο μικρότερος, εσωτερικός κύκλος είναι ο αρχικός και περιλαμβάνει έναν τάφο. Έξι ακόμη τάφοι βρέθηκαν εντός του εξωτερικού περιβόλου. Μόνο τρεις από αυτούς (1, 2, 4) περιείχαν κτερίσματα, κυρίως αγγεία (Εικ. 10-11), όλα Μεσοελλαδικά, καθώς και λίγα πήλινα σφονδύλια, δύο χάλκινα αντικείμενα και δύο αργυρούς κρίκους που συνιστούν ιδιαίτερα σπάνια και πολύτιμα αντικείμενα για την πρώιμη ΜΕ περίοδο. Δύο τάφοι (5, 7) περιείχαν μόνο οστά από δύο ταφές, ενώ στον Τάφο 3 είχε αφαιρεθεί ο νεκρός και είχε ταφεί σε πολύ μεταγενέστερη εποχή ένα άλογο σε βαθύ λάκκο (Εικ. 12). Τέλος, στον Τάφο 6 υπήρχε ένα ΜΕ πιθαράκι μάλλον ταφικό, καθώς και μια ρωμαϊκή ταφή δίπλα του. Τo σκελετικό υλικό όλων των τάφων, προερχόμενο από πρωτογενείς ή δευτερογενείς ταφές, βρίσκεται κατά χώραν (Εικ. 11).
Τύμβος ΙΙ
Ο Τύμβος ΙΙ έχει διπλό εξωτερικό περίβολο που υποδηλώνει δύο φάσεις κατασκευής (Εικ. 8). Στο εσωτερικό του ανασκάφηκε ένας κεντρικός, τριμερής τάφος με δύο ταφικούς χώρους και μία πλακόστρωτη είσοδο (Εικ. 13). Ο τάφος έχει κατασκευαστεί σε τουλάχιστον δύο φάσεις: ο εσωτερικός χώρος είναι δομικά ανεξάρτητος και ανήκει καθώς φαίνεται στην αρχική κατασκευαστική φάση του τάφου. Το εσωτερικό των δύο ταφικών χώρων ήταν διαταραγμένο: μόνο ελάχιστα οστά και κτερίσματα Μυκηναϊκής περιόδου βρέθηκαν στο δάπεδο. Ωστόσο, ορισμένα ενδιαφέροντα τέχνεργα εντοπίστηκαν στον εσωτερικό θάλαμο: 17 αιχμές βελών (Εικ. 14) (16 λίθινες και μία χάλκινη) που θα πρέπει να προέρχονται από ένα επεισόδιο απόθεσης, καθώς και ένα χάλκινο μαχαιρίδιο σπάνιου τύπου στο Αιγαίο (δίστομη λεπίδα, στριφτή λαβή, δακτύλιος ανάρτησης), πιθανώς καλλωπιστικό (Εικ. 15). Είναι πιθανόν ότι υπάρχουν κι άλλοι αδιερεύνητοι τάφοι στο βόρειο τμήμα του τύμβου, όπως υπέδειξε η γεωφυσική μελέτη.
Τύμβος ΙV
Το δυτικό τμήμα του Τύμβου ΙV είχε μερικώς καταστραφεί από τα κτίσματα των Σαρακατσάνων (Εικ. 5, 19), κυρίως όμως από τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις των Ιταλών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τρεις τάφοι ανασκάφηκαν στο ανατολικό ήμισυ του τύμβου: ένα ιδιότυπο, επιμήκες ταφικό κτίσμα με τρεις επικοινωνούντες χώρους, καθώς και δύο μεγάλοι, δίχωροι τάφοι που όμως βρέθηκαν κενοί οστών και κτερισμάτων (Εικ. 16). Αντίθετα, στο τρίχωρο κτίσμα βρέθηκε ένα πλούσιο ανθρώπινο οστεολογικό υλικό προερχόμενο από τουλάχιστον 40 δευτερογενείς ταφές. Τις ταφές αυτές συνόδευαν αρκετά κτερίσματα, όχι ιδιαίτερα περίτεχνα, Μυκηναϊκής περιόδου: αρκετά αγγεία (Εικ. 17-18), λίθινα κομβία και πήλινα σφονδύλια, ορισμένες χάνδρες από ημιπολύτιμους λίθους, καθώς και ελάχιστα χάλκινα αντικείμενα.
Επίλογος
Τα Ερωτήματα
Ένα ενδιαφέρον αλλά δυσερμήνευτο ζήτημα που προκύπτει από τη μελέτη των τύμβων αφορά την αντίφαση μεταξύ των προφανών κατασκευαστικών ομοιότητων που τους χαρακτηρίζουν και της χρονολογικής διαφοράς ανάμεσα στον Τύμβο Ι και τους υπόλοιπους τύμβους, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα ευρήματα. Σύμφωνα με τα δεδομένα, κυρίως από την κεραμική, ο Τύμβος Ι ανάγεται στην πρώιμη Μεσοελλαδική περίοδο (ΜΕ Ι-ΙΙ, 2000-1800 π.Χ.), ενώ οι Τύμβοι ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV χρονολογούνται σε ένα κάπως προχωρημένο στάδιο της Μυκηναϊκής περιόδου (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΙΙΙΓ, 1400-1100 π.Χ.). Για τη σημαντική χρονική απόσταση μεταξύ των μνημείων, που συνδέεται με το θέμα της πολιτισμικής τους παράδοσης και του συσχετισμού μεταξύ τους, μπορεί να διατυπωθούν διάφορες προτάσεις αλλά μία τεκμηριωμένη απάντηση θα μπορούσε να δοθεί μόνο μετά από μια νέα, στοχευμένη ανασκαφική διερεύνηση του χώρου.
Υπάρχουν και άλλα ενδιαφέρονται αλλά δύσκολα ζητήματα που προκύπτουν από τη μελέτη των τύμβων, όπως:
- ο προσδιορισμός των διαδοχικών, κατασκευαστικών φάσεων των τύμβων και ορισμένων τάφων,
- οι σχέσεις των τύμβων με τους προϋπάρχοντες Πρωτοελλαδικούς τάφους που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο κατά τις εργασίες εγκατάστασης του νέου στεγάστρου το 2004,
- οι περίπλοκες ταφικές πρακτικές και η σημασία τους για τη συμβολική έκφραση και την ιδεολογική συγκρότηση της τοπικής κοινότητας,
- η κοινωνική και συμβολική σημασία της κατασκευής μνημειακών ταφικών κτισμάτων˙ εάν πράγματι πρόκειται για τάφους εξεχόντων προσώπων πώς θα μπορούσε αυτό να αποδειχτεί;
Όλα αυτά τα ζητήματα, καθώς και πολλά ακόμη, θα συζητηθούν στο συλλογικό τόμο που προετοιμάζεται και θα εκδοθεί σύντομα στη σειρά της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Η Διαχρονική Χρήση του Χώρου
Η δραστηριότητα στο χώρο μετά την εποχή του Χαλκού δεν θα μείνει εκτός συζήτησης, καθώς οι ανασκαφές στο Βρανά και η μελέτη έδωσαν επίσης ορισμένα νέα στοιχεία που αφορούν τη μεταγενέστερη χρήση του χώρου. Οι τύμβοι χρησιμοποιήθηκαν για ταφές στη ρωμαϊκή περίοδο: στον Τύμβο Ι βρέθηκε μια αδιατάρακτη γυναικεία ταφή, ενώ στον Τύμβο IV η ραδιοχρονολόγηση των οστών (AMS) έδειξε ότι υπήρχαν πιθανώς κι άλλες ταφές αυτής της περιόδου. Επίσης, δίπλα στον Τύμβο ΙΙ βρέθηκαν οικιστικά κατάλοιπα και κεραμική της Μέσης Βυζαντινής περιόδου (11ος-13ος αι.), ενώ στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο (15ος αι.) χρονολογείται το άλογο που ρίχτηκε μέσα στον τάφο 3 του Τύμβου Ι.